Ομιλία στη συζήτηση του Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Υγείας με τίτλο «Σύσταση και οργάνωση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Σύλλογος Διαιτολόγων – Διατροφολόγων Ελλάδος” και άλλες διατάξεις».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Θα παραθέσω μια σειρά αριθμών, οι οποίοι νομίζω ότι έχουν πολύ μεγάλη σημασία για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κάνουμε μια κουβέντα που ξεπερνά τις παραδοσιακές πολιτικές και ιδεολογικές γραμμές. Η παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα αποτελεί σοβαρό πρόβλημα της δημόσιας υγείας και αυτό αποτυπώνεται σε δεδομένα που πρέπει να τα λάβουμε υπ’ όψιν μας.
Στα παιδιά κάτω των 5 ετών, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, με περίπου ένα στα οκτώ παιδιά να είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Στις ηλικίες 5 έως 9 ετών, η χώρα μας κατατάσσεται δεύτερη στην Ευρώπη με ποσοστό 37,5% υπέρβαρων ή παχύσαρκων παιδιών. Στις ηλικίες 10 έως 19 ετών, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρώπη, με το 35% των εφήβων να είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Στις ηλικίες 7 έως 9 ετών, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Επιτήρησης Της Παιδικής Παχυσαρκίας, το 42% αντιστοιχεί σε υπέρβαρα ή παχύσαρκα παιδιά, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη δεύτερη θέση ανάμεσα σε 33 χώρες.
Και εδώ πρέπει προφανώς να δούμε και ποιοι είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην παιδική παχυσαρκία. Περίπου το 25% των παιδιών δεν καταναλώνει καθημερινά πρωινό και στερείται και ποιοτικού πρωινού. Σε πολλά από τα παιδιά υπάρχει έλλειψη σωματικής δραστηριότητας. Μόνο το 34% των παιδιών ασκείται καθημερινά, τουλάχιστον για μία ώρα, όπως προτείνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ενώ ένα ακόμα ζήτημα, το οποίο το γνωρίζουμε πολύ καλά και όσοι είμαστε νέοι γονείς, είναι ότι τα παιδιά αφιερώνουν κατά μέσο όρο 2,5 ώρες την ημέρα σε δραστηριότητες με οθόνες εκτός εκπαίδευσης, κάτι το οποίο στους εφήβους μπορεί και να ξεπερνά τις τρεις ώρες την ημέρα.
Επομένως, από αυτά τα δεδομένα προκύπτει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι πρέπει να κάνουμε ό, τι περνάει από το χέρι μας για να αντιμετωπίσουμε την υγεία όχι μόνο ως ένα κόστος, αλλά κυρίως ως ένα αγαθό πάνω στο οποίο πρέπει να επενδύσουμε ό, τι χρειάζεται για να αντιμετωπίσουμε και βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα τις συνέπειες της κακής διατροφής και του άσχημου τρόπου ζωής γενικά. Και αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία όταν αντιληφθούμε ότι δεν έχουν τη δυνατότητα όλοι οι Έλληνες πολίτες, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ότι περίπου το 25% είναι στο όριο της φτώχειας, να έχουν πρόσβαση σε σωστή διατροφή. Αυτό δημιουργεί επιπλέον ζητήματα, όπως χρόνιες παθήσεις, διαβήτη, καρδιοπάθειες, παχυσαρκία που ανέφερα κ.ά.
Κύριε Υπουργέ, νομίζω ότι όλοι όσοι βρισκόμαστε σήμερα εδώ, χαιρετίζουμε την έστω και καθυστερημένη ίδρυση ενός ενιαίου, επίσημου επαγγελματικού φορέα Διαιτολόγων και Διατροφολόγων, που θα διασφαλίσει ποιοτικές, ασφαλείς και επιστημονικά τεκμηριωμένες υπηρεσίες διατροφής προς τους Έλληνες πολίτες. Όχι μόνο προς τους ασθενείς, αλλά και προς τους υγιείς.
Οι διαιτολόγοι και οι διατροφολόγοι είναι επιστήμονες πρώτης γραμμής. Εμείς έτσι τους αντιμετωπίζαμε πάντοτε, έτσι τους αντιμετωπίζουμε και σήμερα. Νοσοκομεία, κλινικές, σχολεία, δομές ευάλωτων πληθυσμών έχουν ανάγκη από όλο και περισσότερους διαιτολόγους και διατροφολόγους. Πρόκειται για ένα επάγγελμα – κλειδί όχι μόνο για την ευημερία των πολιτών, αλλά όπως ανέφερε πολύ ουσιαστικά και εύστοχα και ο Γιάννης Τσίμαρης, ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ, αφορά και τη βιωσιμότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Η επένδυση στη διατροφή δεν είναι μόνο ένα ζήτημα υγείας, είναι και ένα ζήτημα οικονομίας και έχει αποδειχθεί ότι η σωστή διατροφική παρέμβαση μειώνει τα κόστη περίθαλψης και ελαφρύνει τα δημόσια ταμεία. Για παράδειγμα, μόνο η παχυσαρκία κοστίζει δισεκατομμύρια ετησίως, ενώ για κάθε ένα ευρώ που επενδύουμε στη διατροφική συμβουλευτική επιστρέφουν έως και 63 ευρώ σε κοινωνικό όφελος. Επομένως, για μία παράταξη της οποίας η σχέση με το Εθνικό Σύστημα Υγείας είναι σχέση ιδρυτική, άρρηκτη, ουσιαστική, οι πρωτοβουλίες που έχουν ως στόχο να βάλουν τον πολίτη και την υγεία του στο επίκεντρο, είναι κάτι το οποίο πάντοτε θα το στηρίζουμε ως βασικό πυλώνα της κοινωνικής ειρήνης και ισορροπίας.
Για να συζητήσουμε όμως τα θέματα της υγείας, πρέπει να κάνουμε μια ολιστική προσέγγιση και να λάβουμε υπ’ όψιν μας και δεδομένα τα οποία για πολλούς μπορεί να είναι λαϊκισμός. Τα στοιχεία αυτά, όμως, δεν τα φέρνει στην επικαιρότητα το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά διεθνείς έρευνες.
Επομένως πρέπει να δούμε μια αλλαγή στους όρους της συζήτησης που κάνουμε για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Η δημόσια συζήτηση περί αναβάθμισης του ΕΣΥ συχνά επικεντρώνεται μόνο στην υποχρηματοδότηση και την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Νομίζω, όμως, ότι πρέπει να δούμε και τον τρόπο με τον οποίο διαρθρώνεται η εσωτερική του λειτουργία, το πως μπορούμε να αλλάξουμε εποχή, αξιοποιώντας τα σύγχρονα εργαλεία και φυσικά αξιοποιώντας πραγματικά και το Ταμείο ανάκαμψης, φτιάχνοντας δομές και υποδομές, οι οποίες για πολλές δεκαετίες θα μπορούν να κάνουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας και την Πρωτοβάθμια Υγεία περισσότερο προσιτή στους Έλληνες πολίτες.
Θα ήθελα, με την ευκαιρία της συζήτησης που κάνουμε σήμερα, κύριε Υπουργέ, να αναφερθώ και σε ένα ζήτημα το οποίο είναι πιο ειδικό, αφορά το κομμάτι της ψυχικής υγείας στο σύνολό του. Αφορά το ζήτημα που έχει να κάνει με τις δομές απεξάρτησης, οι οποίες αντιμετωπίζουν τεράστιο πρόβλημα.
Έχετε προχωρήσει σε βεβιασμένες συγχωνεύσεις και το μόνο που κρατά σήμερα ζωντανές αυτές τις δομές, οι οποίες έχουν μια πολύ μεγάλη ιστορία στην πατρίδα μας και αποτελούν παράδειγμα καλών ευρωπαικών πρακτικών, είναι η αυταπάρνηση, η εμπειρία και η ψυχή που κουβαλάνε οι εργαζόμενοι. Πρέπει να δείτε άμεσα τον σχεδιασμό σας διότι ο τρόπος με τον οποίο μειώνετε τις υπηρεσίες επί της ουσίας καταστρέφει το θεραπευτικό συνεχές, τη δυνατότητα δηλαδή ο πολίτης που έχει πρόβλημα εξάρτησης, να έχει πρόσβαση σε ενιαίες, ολοκληρωμένες και επιστημονικά τεκμηριωμένες υπηρεσίες, προσαρμοσμένες στις ανάγκες του.
Στην πράξη, αυτό το οποίο συμβαίνει είναι να δημιουργείται ένας κύκλος αποτυχίας στα προγράμματα απεξάρτησης και ο χρήστης που έχει πραγματική ανάγκη να περιφέρεται χαμένος από δομή σε δομή, μέσα σε ένα σύστημα το οποίο ούτε το ίδιο ξέρει πως και εάν θα λειτουργεί αύριο.
Έχετε καταργήσει εμβληματικά προγράμματα που αποτελούσαν διαχρονικά φάρους για τη δημόσια υγεία και την κοινωνική επανένταξη. Προγράμματα τα οποία υπηρετήθηκαν, συνολικά τα τελευταία 40 χρόνια, από το 1983 και μετά, από όλες τις κυβερνητικές πολιτικές, όπως είναι η Ιθάκη, όπως είναι ο Νόστος. Υποτίθεται ότι τα εντάσσεται σε νέο φορέα, αλλά στην πραγματικότητα τους αφαιρείτε την αυτονομία, αλλοιώνετε τα θεραπευτικά τους μοντέλα, ακυρώνετε δεκαετίες πολύτιμης εμπειρίας και αποτελεσματικότητας.
Ειδικά το ΚΕΘΕΑ είναι ένας θεσμός που έσωσε ζωές. Και είναι ένας θεσμός με αναγνωρισμένο έργο και στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Επομένως, ο τρόπος με τον οποίο σήμερα η κυβέρνηση επιλέγει να ανατρέψει τις καλές πρακτικές με συνοπτικές διαδικασίες, αδιαφορώντας για τα επίσημα στοιχεία και δεδομένα που δείχνουν ότι η χώρα μας σημειώνει από τα υψηλότερα ποσοστά επιτυχούς απεξάρτησης στην Ευρώπη, δημιουργεί ένα τεράστιο προβληματισμό στους ανθρώπους με εξαρτήσεις και τις οικογένειές τους.
Ποιος θα πληρώσει αυτό το κόστος; Όλοι μας. Πρώτα αυτοί οι άνθρωποι και οι οικογένειές τους, αλλά όλοι μας. Να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι όταν το κράτος αποσύρεται, στη θέση του μπαίνει το περιθώριο, η παραβατικότητα, η εξάρτηση, ο θάνατος. Η προσπάθεια που έκαναν αυτοί οι άνθρωποι, σε αυτές τις δομές, για πολλές δεκαετίες αποτελούσε ένα λειτούργημα με χειροπιαστά αποτελέσματα. Είναι υποχρέωσή μας να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στη θεραπεία, στην κοινωνική επανένταξη και νομίζω ότι όλοι μας μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι χρειάζονται αυτοί οι άνθρωποι ένα ουσιαστικό, δεύτερο ξεκίνημα στη ζωή. Άρα τις καλές πρακτικές του παρελθόντος πρέπει να τις κρατάμε και να βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο πορευόμαστε από εδώ και εμπρός. Σας ζητώ, λοιπόν, κύριε Υπουργέ, να αλλάξετε τον τρόπο με τον οποίο πορεύεστε μέχρι τώρα στο κομμάτι της απεξάρτησης με τους νέους φορείς και να δώσετε τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να αξιοποιήσουν την τεράστια γνώση που έχουν.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ζήτημα, το οποίο βασανίζει, τις τελευταίες, εξαιτίας της επιλογής της κυβέρνησης να φέρει ένα Προεδρικό Διάταγμα, εκατομμύρια συμπολίτες μας σε όλη την Ελλάδα, οι οποίοι βλέπουν τις περιουσίες τους να απαξιώνονται. Αυτό το Προεδρικό Διάταγμα πρέπει να το πάρετε πίσω. Δημιουργεί αδικίες, δημιουργεί αδιαφορία για τη χωροταξική ισορροπία, επιβαρύνει το περιβάλλον και εν τέλει διαμορφώνει συνθήκες για μια Ελλάδα, η οποία δεν σέβεται τους πολίτες της. Ο τρόπος με τον οποίο επιλέγετε να απαξιώσετε, μέσα σε ένα βράδυ, τις περιουσίες των Ελλήνων πολιτών δείχνει ότι αυτά τα οποία κατά καιρούς έχουμε συζητήσει για τον αφελληνισμό της ελληνικής οικονομίας, για τον τρόπο με τον οποίο οδηγείτε βήμα – βήμα στην ερημοποίηση, η οποία σε συνδυασμό με τα δημογραφικά μας θέματα δημιουργεί μια Ελλάδα όλο και λιγότερων Ελλήνων.
Είναι κάτι το οποίο πρέπει να αναλογιστείτε πολύ καλά. Και ζητώ και από εσάς, ως μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά και από τα μέλη της κυβερνητικής πλειοψηφίας που βρίσκονται σήμερα εδώ, να κάνετε ότι περνάει από το χέρι σας για να πάρετε πίσω αυτό το Προεδρικό Διάταγμα.