fbpx

Η εργασία είναι για εμάς θεμέλιο για την κοινωνία και την οικονομία

Ομιλία του Παύλου Χρηστίδη Εισηγητή του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής στην 1η συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων για το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Εργασίας «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (Ε.Ε.) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Αναπροσαρμογή μισθών προσωπικού δημοσίου τομέα – Ρυθμίσεις για τον καθορισμό κατώτατου μισθού για τα έτη 2025, 2026 και 2027»

Κύριε Πρόεδρε,

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Ξεκινώντας να πω ότι είναι καλό σε ένα ζήτημα το οποίο αφορά μία ενσωμάτωση ευρωπαϊκής οδηγίας, η οποία πάντοτε δείχνει την κατεύθυνση στην οποία κινείται η Ευρωπαϊκή Ένωση, να έχουμε αντίληψη ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι κοινωνίες συναίνεσης, γιατί η συναίνεση βασίζεται στην αλήθεια και επομένως όταν θα ανταλλάσσουμε επιχειρήματα, και αυτή είναι η πρόθεση του ΠΑΣΟΚ, τα επιχειρήματά μας πρέπει να είναι εδραιωμένα στην κοινωνική πραγματικότητα, στην πολιτική πραγματικότητα και φυσικά στη λογική.

Σε αυτή την πρώτη συνεδρίαση της παρούσας Επιτροπής δεν συζητάμε την ενσωμάτωση της οδηγίας για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως τιτλοφορείται το νομοσχέδιο, αλλά συζητάμε ουσιαστικά για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο καθένας από εμάς, η κάθε πολιτική παράταξη που εκπροσωπείται σήμερα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, το πώς επιθυμούμε να οργανώσουμε ένα δομικό στοιχείο της οικονομικής και παραγωγικής λειτουργίας της χώρας, την αποζημίωση της εργασίας. Πόσο μάλλον όταν αυτό αφορά τα χαμηλότερα οικονομικά επίπεδα, τους μη προνομιούχους Έλληνες της σύγχρονης εποχής.

Γιατί για εμάς, για το ΠΑΣΟΚ, η εργασία αποτελεί θεμέλιο και της οικονομίας και της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια συζητάμε στην κυριολεξία το θεμέλιο της κοινωνικής οργάνωσης, τους κανόνες της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης, το βασικότερο ίσως εργαλείο της κοινωνικής πολιτικής, το όραμα για το πώς θέλουμε να παράγει η χώρα, να εξελίσσεται η χώρα, πώς θέλουμε οι Έλληνες πολίτες να είναι διαρκώς πιο ισχυροί μπροστά στα οικονομικά δεδομένα, έτσι ώστε και η δημοκρατία μας να είναι πιο ισχυρή.

Και θέλω σε αυτό το σημείο, πριν προχωρήσω, ανταποδίδοντας τα όσα είπε προηγουμένως η Υπουργός, να σημειώσω ότι με ευχαρίστηση ανταποκρίθηκε το ΠΑΣΟΚ στην πρόσκληση του Υπουργείου Εργασίας και της Υπουργού προς όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, προκειμένου να μας παρουσιάσει και να μας αναλύσει εκείνες τις πτυχές του σχεδίου του νόμου που ήθελε να το κάνει. Ανεξάρτητα από το εάν και σε ποιο βαθμό συμφωνούμε ή διαφωνούμε στο νομοσχέδιο αυτό, κάθε πρωτοβουλία διαβούλευσης, ελεύθερου διαλόγου είναι θετική και μπορεί να οδηγεί σε καλύτερες νομοθετικές προσεγγίσεις διότι, όπως είπα προηγουμένως, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι κοινωνίες συναίνεσης και αυτό προϋποθέτει τον διάλογο, τον ελεύθερο διάλογο.

Στο προκείμενο… Διαβάσαμε λεπτομερώς και τη σχετική ευρωπαϊκή οδηγία αλλά και το παρόν νομοσχέδιο. Οφείλω να ανοίξω μια παρένθεση, η οποία έχει τη σημασία της για την ιστορία αλλά και για την πολιτική πραγματικότητα του σήμερα. Η οδηγία αυτή, η οποία προέκυψε μετά από την ανάγκη που συζητήθηκε το μακρινό 2017 στο Γκέτεμποργκ γύρω από τον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαϊκοί πυλώνες μπορούν να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο, είναι μια ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία είχε έναν πρωταγωνιστή. Ο πρωταγωνιστής αυτός δεν ήταν άλλος από τον Νικολά Σμιτ τον επικεφαλής των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στην πρόσφατη ευρωπαϊκή μάχη, του τότε Ευρωπαίου Επιτρόπου για την Απασχόληση και τα Κοινωνικά Δικαιώματα, ο οποίος συνάντησε σθεναρή αντίδραση από τις συντηρητικές δυνάμεις στην προσπάθεια την οποία έκανε να μιλήσει για τον κατώτατο μισθό και τις ανάγκες της εργασίας και της απασχόλησης. Και το λέω αυτό διότι υπήρχαν πολιτικές δυνάμεις και αυτές δεν ήταν άλλες από εκείνες της συντήρησης, τις οποίες εκφράζει σήμερα η Νέα Δημοκρατία, οι οποίες επέμεναν ότι αντί να δούμε μία τέτοια ευρωπαϊκή οδηγία, οφείλουμε να ακολουθούμε μια παράδοση η οποία έχει μόνο εθνικά χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ):

– Η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις σε μισθολογικά θέματα, με τον τρίτο χειρότερο μισθό ανάμεσα στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ, ξεπερνώντας ΜΟΝΟ το Μεξικό και την Κολομβία.

– Η Ελλάδα έχει επίσης το υψηλότερο ποσοστό πολιτών που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, πίσω από το Μεξικό, τη Σλοβακία και την Τουρκία, με ποσοστό πάνω από το 65% των πολιτών να βιώνουν οικονομικές δυσχέρειες.

– Οι Έλληνες καταγράφουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τη ζωή τους. Το 2023 η Ελλάδα παραμένει 4η από το τέλος στον δείκτη ικανοποίησης μεταξύ 35 χωρών του ΟΟΣΑ.

– Το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε το α’ τρίμηνο του 2024, ενώ αυξήθηκε στις χώρες του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, φαίνεται να μειώθηκε στην Ελλάδα κατά 1,9% σε σύγκριση με το δ’ τρίμηνο του 2023 και κατά 1,7% σε ετήσια βάση. Αντίθετα με την Ελλάδα, στις χώρες του ΟΟΣΑ σημειώθηκε αύξηση 1,3% στο α’ τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.

– Οι Έλληνες καταγράφουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τη ζωή τους. Το 2023 η χώρα μας παραμένει τέταρτη από το τέλος στον δείκτη ικανοποίησης μεταξύ 35 χωρών του ΟΟΣΑ.

– Ακόμη, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε το πρώτο τρίμηνο του ’24, ενώ αυξήθηκε στις χώρες του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι μειώθηκε στην Ελλάδα κατά 1,9 σε σύγκριση με το 4ο τρίμηνο του 2023 και κατά 1,7 σε ετήσια βάση. Αντίθετα με την Ελλάδα, στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ σημειώθηκε αύξηση 1,3% στο πρώτο τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.

Αυτό το τελευταίο πολύ κρίσιμο μέγεθος αποδεικνύει και την πραγματική αποτυχία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησής της. Ενώ δηλαδή σε απόλυτους αριθμούς τα εισοδήματα φαίνεται να αυξάνονται, η αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών μειώνεται. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι η ακρίβεια και ένας άλλος λόγος είναι η φορολογική πολιτική της κυβέρνησης που φαίνεται, και σε αυτόν τον προϋπολογισμό που θα συζητήσουμε σε λίγες ημέρες, ότι αφαιρεί όλο και μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος, κυρίως από τους έμμεσους φόρους, τους πιο άδικους φόρους. Δεν είναι όμως μόνο ο ΟΟΣΑ που δείχνει τη σκληρή πραγματικότητα στην κυβέρνηση.

Σύμφωνα με τη Eurostat, τα ελληνικά νοικοκυριά είναι πρωταθλητές στις ληξιπρόθεσμες οφειλές ή στην καθυστερημένη αποπληρωμή των οφειλών για στέγαση και άλλες ανάγκες. Και αυτό δεν συμβαίνει λόγω κάποιας ιδιαιτερότητας των Ελλήνων, αλλά λόγω της ανεπάρκειας των εισοδημάτων που επιβάλλουν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή λογαριασμών για θέρμανση, για την ενέργεια, για την ύδρευση, για το ενοίκιο, για το τραπεζικό δάνειο ή ακόμα για άλλου είδους δόσεις. Αυτή η συνολική οικονομική δυσχέρεια δεν αφορά μόνο τους μισθωτούς ή τους συνταξιούχους, αλλά αφορά και τους ελεύθερους επαγγελματίες, αφού σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους και του Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών του ΕΦΚΑ, η πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών χρωστάει στον ΕΦΚΑ, παρότι έχουν επιλέξει την πρώτη, την πιο χαμηλή δηλαδή ασφαλιστική κλάση και μαζί ακολουθούν και οι αγρότες και οι αυτοαπασχολούμενοι.

Συγκεκριμένα και πολύ συνοπτικά, 7 στους 10 ελεύθερους επαγγελματίες οφείλουν στον ΕΦΚΑ, 9 στους 10 έχουν επιλέξει τη χαμηλή ασφαλιστική κλάση, 4 στους 10 δεν έχουν περίθαλψη λόγω οφειλών, 8 στους 10 θα λάβουν κάποια στιγμή σύνταξη έως 800 ευρώ μεικτά με 40 χρόνια εργασίας, αφού επιλέγουν την κατώτερη ασφαλιστική κλάση. 300.000 επαγγελματίες μένουν χωρίς σύνταξη λόγω χρεών. Ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες οφείλουν στον ΕΦΚΑ ποσό ίσο με το ένα τέταρτο του ελληνικού ΑΕΠ. Η τεκμαρτή φορολόγηση του εισοδήματος και η ετήσια αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών οδηγεί σε φτωχοποίηση τους ελεύθερους επαγγελματίες. Την ίδια ακριβώς στιγμή, το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων έχει διπλασιαστεί, κυρίως λόγω του ενεργειακού κόστους που παραμένει ανεξέλεγκτο, των πρώτων υλών που επηρεάζονται και από τη γεωπολιτική αστάθεια, αλλά και από την εσωτερική φορολογική πολιτική και τις αιφνιδιαστικές πολλές φορές νομοθετικές αλλαγές, οι οποίες ποτέ δεν είχαν εξαγγελθεί το 2019 ή πριν τις εκλογές του 2023, όπως ο περίφημος νόμος του κ. Χατζηδάκη με το 10.000€ τεκμαρτό εισόδημα, είτε κάποιος είναι στο κέντρο της Αθήνας είτε είναι σε μια ακριτική περιοχή. Το κόστος διαβίωσης επίσης που αφορά ενεργό και μη ενεργό οικονομικά πληθυσμό, εργοδότες και εργαζόμενους εκτός από τον πληθωρισμό, επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες. Το κοινωνικό κράτος, για παράδειγμα, είναι ίσως ο πιο κρίσιμος κοινωνικός μισθός και αυτή η κυβέρνηση αρνείται να αποδώσει το κοινωνικό μισθό έτσι ακριβώς όπως τον έχουν ανάγκη οι πολίτες σήμερα, υποβαθμίζοντας και τα δημόσια νοσοκομεία και την υγειονομική περίθαλψη συνολικά.

Αυτές οι ανισότητες που μεγαλώνουν δεν αντιμετωπίζονται. Και θέλω να πω ότι όσον αφορά την οργάνωση της οικονομίας, εμφανίζεται εσχάτως μια κυβέρνηση η οποία θέλει να εκφράσει φιλεργατικά συναισθήματα. Είναι όμως έτσι; Είναι αλήθεια η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αυτή που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των εργαζομένων; και αν είναι έτσι, ποια είναι η θέση την οποία εκφράζουν οι κοινωνικοί εταίροι; Τους έχουμε ακούσει έτσι όπως θα έπρεπε να τους έχουμε ακούσει; διότι σε όλες τις δημόσιες παρεμβάσεις τους, όχι μόνο οι κοινωνικοί εταίροι που εκφράζουν τους εργαζόμενους, αλλά και εκείνοι που εκφράζουν τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, μιλούν για τη σημασία του κοινωνικού διαλόγου.

Η πρόσφατη λογική του κυρίου Μητσοτάκη και της κυβέρνησης συνολικά, ότι όποιος κάνει αντιπολίτευση θυμίζει λαϊκίστικες εποχές άλλων κομμάτων, είναι προσβλητική για τον τρόπο λειτουργίας της Δημοκρατίας. Κυρίως όμως είναι προσβλητική για το βάρος της ζωής που αναγκάζεται να σηκώσει σήμερα ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος. Με γνώμονα τη δική της λογική, χρησιμοποιεί τη διαβούλευση ως άλλοθι στον τεκμηριωμένο αντίλογο που ασκεί το ΠΑΣΟΚ και απαντά μια σειρά υπουργών με συνθήματα και επικοινωνιακές ατάκες, ξεχνώντας τι έλεγαν εκείνοι οι υπουργοί πριν τις εκλογές του 2019 ακόμα και για νομοθετήματα τα οποία αφορούν το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως ο διαβόητος νόμος Κατρούγκαλου, τον οποίο ο κ. Μητσοτάκης φυσικά υποσχόταν το 2019 να καταργήσει.

Σε αυτό όμως εδώ το νομοσχέδιο οφείλουμε να θυμηθούμε ποιος είναι ο ρόλος των κοινωνικών διαπραγματεύσεων. Να θυμηθούμε εάν έχει σημασία η αποδυνάμωση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων ή η ενδυνάμωση του ελεύθερου διαλόγου ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους. Το επιχείρημα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση είναι ότι ο μηχανισμός που εισηγείται για τον κατώτατο μισθό προστατεύει τους εργαζόμενους από την ακρίβεια και δεν επιτρέπει μείωση μισθών. Ταυτόχρονα σύμφωνα με την κυβέρνηση, ευνοείται και η επιχειρηματική λειτουργία, διότι πρόκειται για ένα μηχανισμό προβλέψιμο και αντικειμενικό, που δεν επιτρέπει τον αιφνιδιασμό των επιχειρήσεων. Πώς εξηγείται όμως αυτό το οποίο είπα και προηγουμένως; Η αντίθεση των εργαζομένων αλλά και των εργοδοτών, οι οποίοι επιθυμούν την αποκατάσταση του κοινωνικού διαλόγου μεταξύ τους; Οι κοινωνικοί εταίροι έχουν αποκτήσει ένα επίπεδο ωριμότητας στον διάλογο και αυτό είναι καλό η κυβέρνηση να το αποδεχτεί.

Μας παρουσιάζετε και σήμερα, εδώ και όλες τις τελευταίες ημέρες, μια σειρά αριθμών που αφορούν υποδείγματα άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Θα τα συζητήσουμε όλα αυτά τις επόμενες μέρες στην Επιτροπή και το πόσο ακριβή είναι. Αυτό όμως το οποίο πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας είναι ότι στην Ελλάδα μετά από 15 χρόνια κρίσης, ειδικές συνθήκες οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο αλγόριθμος τον οποίο προτείνετε. Και αυτές οι συνθήκες έχουν να κάνουν και με την ενέργεια και με το φορολογικό σύστημα και με μια σειρά άλλων δεδομένων.

Θα κλείσω λέγοντας το εξής. Στο ΠΑΣΟΚ πιστεύουμε στη Δημοκρατία, πιστεύουμε στους θεσμούς, πιστεύουμε στους κανόνες που επιβάλλουν τον κοινωνικό διάλογο και γι’ αυτό δεν είμαστε αρνητικοί σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία θα κάνει ο οποιοσδήποτε υπουργός για ενημέρωση. Γι’ αυτό ακριβώς ανταποκριθήκαμε και σε αυτήν την πρόσκληση του Υπουργείου. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, κυρία Υπουργέ, κύριοι συνάδελφοι, το ΠΑΣΟΚ παίρνει και μια πρωτοβουλία να συναντήσει αύριο όλους τους κοινωνικούς εταίρους συγκροτημένα, μεθοδικά, για να συζητήσει μαζί τους όλα εκείνα τα ζητήματα τα οποία αρνείται να συζητήσει ενιαία, μαζί, εργαζόμενοι και εργοδότες για τα θέματα τα οποία αφορούν την εργασία, τα ζητήματα τα οποία αφορούν τον κατώτατο μισθό. Τα ζητήματα όμως, τα οποία γνωρίζετε, κυρία Υπουργέ, πάρα πολύ καλά ότι αφορούν συνολικά τις διαπραγματεύσεις των κοινωνικών εταίρων, γιατί γνωρίζετε ότι όταν μιλάμε για συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν αναφερόμαστε μόνο στον κατώτατο μισθό. Αναφερόμαστε σε συνθήκες εργασίας, σε ζητήματα που αφορούν την υγεία,σε ζητήματα τα οποία αφορούν το σήμερα και το αύριο της οικονομίας και της κοινωνικής ειρήνης.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.