fbpx

Π. Χρηστίδης: Η εξωτερική πολιτική χρειάζεται στρατηγική, ψυχραιμία και σαφείς κόκκινες γραμμές

Ομιλία στην εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου του Γαβριήλ Κουρή με τίτλο “Εκθέσεις εμπειρογνωμόνων για την πολιτική υγείας στην Ελλάδα (1920-2000)”, στην Κομοτηνή

Κυρίες και κύριοι,

Η σημερινή μας συνάντηση στην Κομοτηνή, με αφορμή την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Γαβριήλ Κουρή για τις μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας, συμπίπτει με μια ημέρα γενικής απεργίας. Η συγκυρία αυτή αναδεικνύει τη σημασία της συζήτησής μας για την υγεία και τα κοινωνικά αγαθά, σε συνάρτηση με ευρύτερα πεδία κοινωνικής και εθνικής πολιτικής που αγγίζουν ζητήματα ειδικού ενδιαφέροντος για την ακριτική Θράκη.

Η ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, η δυσκολία προσέλκυσης ιατρικού προσωπικού και η δυνατότητα ίσης φροντίδας για όλους τους πολίτες συνδέονται άμεσα με την εμπιστοσύνη στο κράτος και την ασφάλεια που απορρέει από την κρατική μέριμνα, αλλά και με την αντιμετώπιση της πληθυσμιακής συρρίκνωσης της συγκεκριμένης περιφέρειας. Δεν πρόκειται απλώς για τοπικά ζητήματα – εδώ διακυβεύονται πολλαπλά επίπεδα ασφάλειας, συνοχής και ταυτότητας, καθώς η δημόσια υγεία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εθνικής ανάπτυξης και της δημογραφικής ανθεκτικότητας. Έτσι, η σημερινή παρουσίαση υπερβαίνει τα όρια μιας πολιτιστικής εκδήλωσης – συνιστά πράξη πολιτικής αφύπνισης απέναντι στην αδιαφορία ενός συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού.

Προτού αναφερθούμε στα επιμέρους ζητήματα και τις σημερινές εθνικές προκλήσεις, αξίζει να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή που αναδεικνύει από μόνη της τη διασύνδεση δημόσιων υποδομών, κοινωνικής συνοχής και εθνικής ασφάλειας. Για να μη μιλάμε θεωρητικά: κατά τις περιόδους διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, η Ελλάδα σημείωσε αξιοσημείωτη οικονομική άνοδο. Από τα 52 δισεκατομμύρια δολάρια το 1981, το ΑΕΠ εκτινάχθηκε στα 253 δισεκατομμύρια το 2004, χάρη στην ένταξη στην ΟΝΕ, την αύξηση των επενδύσεων και την εδραίωση μιας εξωστρεφούς οικονομίας. Τότε, η Ελλάδα λειτουργούσε ως πολιτικό και οικονομικό σημείο αναφοράς για τους βόρειους γείτονές της. Η εξωτερική της πολιτική μπορούσε να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια – όχι μόνο διπλωματικά, αλλά και επιχειρηματικά, μέσω τραπεζών, τηλεπικοινωνιών, κατασκευών και εκπαίδευσης, επειδή η οικονομία της χώρας ήταν ισχυρή και εξωστρεφής.

Αντί γι’ αυτό, σήμερα παρατηρούμε την Τουρκία να κερδίζει συνεχώς έδαφος, ενώ άλλες βαλκανικές χώρες προσελκύουν επενδύσεις και βελτιώνουν τους οικονομικούς τους δείκτες, τη στιγμή που η Ελλάδα παραμένει στάσιμη. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Το 2023, το ελληνικό ΑΕΠ ανήλθε σε περίπου 240 δισεκατομμύρια δολάρια – υπολειπόμενο ακόμη εκείνου του 2008, παρά τις μεγαλόστομες δηλώσεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δείκτες βιοτικής βελτίωσης. Την ίδια περίοδο, η Τουρκία γνώρισε εντυπωσιακή ανάπτυξη: από 65 δισεκατομμύρια δολάρια το 1981, ξεπέρασε το 1,1 τρισεκατομμύριο το 2023. Παράλληλα, γειτονικές βαλκανικές χώρες, όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία, παρουσιάζουν αξιοσημείωτη δυναμική, με τη Ρουμανία να έχει ήδη ξεπεράσει την Ελλάδα σε εθνικό προϊόν και παραγωγική ικανότητα.

Η θέση μας στα διεθνή φόρα αντικατοπτρίζει αυτή την αδυναμία. Η Ελλάδα δεν συμμετέχει ισότιμα στη διαμόρφωση κρίσιμων αποφάσεων, όπως στην περίπτωση της Λιβύης παλαιότερα ή πιο πρόσφατα στις συναντήσεις των Ευρωπαίων ηγετών για την Ουκρανία, ενώ η γεωπολιτική ρευστότητα στα Βαλκάνια καθιστά την απουσία της ακόμη πιο επικίνδυνη. Αντί για μια συνεπή εξωτερική πολιτική με σαφή στόχευση, παρατηρούμε μεμονωμένες κινήσεις χωρίς εσωτερική συνοχή και ουσιαστικές συμμαχίες. Ειδικά στα ελληνοτουρκικά, η ανάγκη για σταθερές αρχές είναι επιτακτικότερη από ποτέ. Η Τουρκία δεν έχει εγκαταλείψει την αναθεωρητική της στρατηγική – αντιθέτως, την εφαρμόζει στην Κύπρο, τη Συρία, τη Λιβύη και το Αιγαίο. Η ελληνική πολιτική δεν μπορεί να περιορίζεται στη ρητορική της αποκλιμάκωσης όταν η πραγματικότητα διαρκώς κλιμακώνεται. Οι προκλήσεις απαιτούν αποφασιστικότητα, στρατηγική ψυχραιμία και σαφείς κόκκινες γραμμές – όχι ευχολόγια.

Παρόμοια χαρακτηριστικά παρατηρούνται και στον τομέα της άμυνας. Τα εξοπλιστικά προγράμματα προχωρούν χωρίς ολοκληρωμένο εθνικό σχεδιασμό για την αναζωογόνηση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Απουσιάζει μια συνολική βιομηχανική στρατηγική που θα αξιοποιούσε τις τεχνολογικές δυνατότητες της χώρας, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και ενισχύοντας την αμυντική αυτονομία. Κινδυνεύουμε να μείνουμε πίσω σε ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, όπως το Ευρωπαϊκό Αμυντικό Ταμείο, εάν δεν επιδιώξουμε ουσιαστική συμμετοχή και δεν επιμείνουμε στον αποκλεισμό της Τουρκίας από προγράμματα στρατιωτικού χαρακτήρα εντός της Ε.Ε. Πώς μπορούμε να μιλάμε για αποτρεπτική ισχύ και να υπερηφανευόμαστε πως είμαστε πόλος σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, όταν η γεωπολιτική μας παρουσία δεν στηρίζεται σε μια στέρεη οικονομική βάση που να προνοεί για την τοπική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη, υπό το πρίσμα της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας;

Επιπλέον, η υστέρηση σε ζητήματα δημόσιων πολιτικών δημιουργεί κενά, με αποτέλεσμα οι τοπικές κοινωνίες να αισθάνονται παραμελημένες και απροστάτευτες. Όταν το κράτος απουσιάζει, άλλοι παράγοντες επιχειρούν να καλύψουν το κενό, είτε μέσω οικονομικής επιρροής είτε μέσω προβολής πολιτισμικής ισχύος από τρίτους δρώντες στην ελληνική παραμεθόριο. Στο πλαίσιο αυτό, η Θράκη αποκτά καθοριστικό ρόλο. Η άμεση στήριξη των τοπικών αρχών – χωρίς διαμεσολαβήσεις, αδιαφάνεια και πατερναλισμό – αποτελεί προϋπόθεση εθνικής ισορροπίας. Ο σεβασμός στην αυτονομία της μειονότητας και η ενίσχυση της ισότιμης συμμετοχής της αντανακλούν την ωριμότητα της δημοκρατίας μας. Παράλληλα, λειτουργούν ως ανάχωμα απέναντι σε δυνάμεις που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν κοινωνικοοικονομικές ανισότητες για να δημιουργήσουν εστίες εξάρτησης και εξωτερικής επιρροής.

Για τον λόγο αυτό, δεν μπορούμε να αγνοούμε τα καίρια ερωτήματα που τίθενται ακόμη και εντός της συμπολίτευσης: Τι συμβαίνει με τις μαζικές εξαγορές περιουσιών; Πώς δικαιολογείται η έλλειψη βασικών υποδομών; Ποιο είναι το σχέδιο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την τόνωση της τοπικής επιχειρηματικότητας και την αξιοποίηση των φυσικών και πολιτισμικών πόρων της περιοχής; Με ποιον τρόπο μπορεί η Πολιτεία να επανέλθει ουσιαστικά και συστηματικά στη Θράκη;

Το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο μπορεί να λειτουργήσει ως κεντρικός πυλώνας σε αυτή την προσπάθεια – όχι μόνο ως ακαδημαϊκός θεσμός, αλλά ως κόμβος καινοτομίας, ανάπτυξης και δικτύωσης. Οι φοιτητές και οι απόφοιτοί του μπορούν να αποτελέσουν φορείς εξωστρέφειας, γνώσης και σύνδεσης της Θράκης με το μέλλον, λειτουργώντας ως καταλύτες για τη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου που θα αξιοποιεί τη γνώση, το ανθρώπινο κεφάλαιο και την τοπική ταυτότητα.

Η Θράκη δεν μπορεί να παραμείνει μία ακόμη λιγότερο αναπτυγμένη περιφέρεια της Ε.Ε. – οφείλει να αποτελεί τον πυρήνα ταύτισης του εθνικού με το κοινωνικό συμφέρον, με όρους προοδευτικής πολιτικής και υπεύθυνου πατριωτισμού. Κάθε επένδυση στη Θράκη δεν αποτελεί απλώς υποχρέωση, αλλά στρατηγική επιλογή εθνικής σημασίας. Χρειαζόμαστε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο, με κοινωνική δικαιοσύνη, εθνική αξιοπρέπεια και ισχυρή πολιτική βούληση. Αυτό είναι το καθήκον της εποχής μας – και ιδίως της γενιάς που ανήκω και εγώ καθώς καλούμαστε όχι μόνο να αναλύσουμε αλλά και να εμπνεύσουμε: ότι οι δημοκρατικές ευαισθησίες της προοδευτικής παράταξης αποτελούν το θεμέλιο τόσο της κοινωνικής συνοχής με όρους δικαιοσύνης όσο και της εθνικής ασφάλειας, με το βλέμμα στραμμένο σταθερά στο ευρωπαϊκό μας μέλλον.