fbpx

Πενήντα χρόνια Πολυτεχνείο

Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής, στις 16 Νοεμβρίου 2023, στη συζήτηση επί του νομοσχεδίου του Υπ. Δικαιοσύνης για την πρόληψη διάδοσης τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο
  • Η πρώτη νίκη του Πολυτεχνείου, ήταν εκείνη απέναντι στον φόβο και τη σιωπή που επέβαλε η Χούντα.
  • Η ασφάλεια δεν πρέπει να γίνεται άλλοθι προκειμένου να παράγεται κλίμα καχυποψίας και να υπονομεύεται η ελευθερία του ανθρώπου και η προστασίας της μοναδικότητας της προσωπικότητάς του.

«Η πρώτη και βασική νίκη του Πολυτεχνείου, ήταν εκείνη απέναντι στον φόβο και τη σιωπή», τόνισε από το βήμα της Βουλής ο Παύλος Χρηστίδης. Πρόσθεσε ότι «σήμερα, η συζήτηση για το Ψωμί, την Παιδεία και την Ελευθερία δε μπορεί να γίνεται με όρους επικοινωνιακούς».

«Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, δεν μπορεί να αφήσει κανέναν από εμάς να περάσει απαρατήρητη μια συζήτηση η οποία έχει ενδείξεις παραχάραξης της ιστορίας. Οφείλουμε να αναδεικνύουμε στη δημόσια συζήτηση , μέσα και έξω από τη Βουλή, διαρκώς, ποια ήταν εκείνα τα αιτήματα τα οποία οδήγησαν εκατοντάδες, χιλιάδες ανθρώπους να μπουν στο Πολυτεχνείο. Και το βασικό αίτημα ήταν η καταπολέμηση του φόβου. Ήταν η αντίδραση στο καθεστώς που έβαζε την Ελλάδα στο γύψο», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Επιπλέον, σχετικά με το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, επεσήμανε ότι η ασφάλεια δεν πρέπει να γίνεται άλλοθι προκειμένου να παράγεται κλίμα καχυποψίας και να υπονομεύεται η ελευθερία του ανθρώπου και η προστασίας της μοναδικότητας της προσωπικότητάς του.

Ολόκληρη η ομιλία

Κύριε Υπουργέ,

κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

είναι πράγματι σήμερα μία μέρα η οποία έχει εξαιρετική σημασία, διότι είναι η δεύτερη μέρα του εορτασμού μιας επετείου, η οποία για εμάς τους νεότερους είχε μια πολύ συμβολική στιγμή. Μια στιγμή, η οποία νοηματοδοτεί την εξέγερση της νέας γενιάς. Μια στιγμή, η οποία νοηματοδοτεί το αίτημα ανθρώπων να αποκτήσουν αυτό για το οποίο σήμερα συζητάμε, την ελευθερία τους. Και ήταν μια στιγμή, η οποία οδήγησε μια ολόκληρη γενιά στο να πρωταγωνιστήσει και σε μια πολύ μεγάλη πολιτική αλλαγή, η οποία έγινε πράξη όλα τα επόμενα χρόνια.

Μια αλλαγή η οποία δεν ήταν δεδομένη, διότι για πολλές δεκαετίες η πατρίδα μας είχε ανθρώπους οι οποίοι στην εξουσία, επικαλούμενοι πολλές φορές κινδύνους και ζητήματα ασφάλειας, επιχειρούσαν να ποδηγετεί σουν τον ελληνικό λαό και όχι μόνο προς συγκεκριμένες πολιτικές κατευθύνσεις. Να ελέγξουν δηλαδή τα πολιτικά αποτελέσματα στις κάλπες, αλλά όχι μόνο σε αυτές, με στόχο να επιβάλουν περιορισμό των ελευθεριών. Γιατί θεωρούσαν ότι η χώρα έχει μιάσματα και ανθρώπους οι οποίοι θα έπρεπε να είναι στην εξορία και στις φυλακές. Και ανθρώπους οι οποίοι ανήκαν στην εξορία. Ανθρώπους οι οποίοι ήταν υπέρ ενός κράτους νυχτοφύλακα. Και ανθρώπους οι οποίοι τη δεκαετία του ’80 έβρισκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα να είναι περιορισμένα, επειδή οι οικογένειές τους ψήφιζαν πολύ διαφορετικά από αυτά τα οποία το κράτος της Δεξιάς επέβαλε. Ήταν κυβερνήσεις αυτές οι οποίες συγκρούστηκαν τη δεκαετία του ’80 και οι οποίες έκαναν πολύ μεγάλες αλλαγές βάζοντας στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τον εθνικό διχασμό.

Το λέω αυτό, διότι πράγματι εδώ, εκτός από τη λέξη ΠΑΣΟΚ, η οποία έλειπε προφανώς από το λεξιλόγιο του υπουργού, –όταν αναφέρθηκε στις κυβερνήσεις εκείνες οι οποίες έπαιξαν κομβικό ρόλο στην αποκατάσταση και στην εμβάθυνση των σχέσεων με τον αραβικό κόσμο, αλλά όχι μόνο και με το Ισραήλ, όπως ξεκίνησε το 2010–, έλειπε και η αναφορά σε ένα πρόσωπο, ένα πρόσωπο το οποίο όχι μόνο έκανε ως πολιτική επιλογή τον σχηματισμό αυτών των σχέσεων, αλλά ήταν και ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός ο οποίος τίμησε την επέτειο του Πολυτεχνείου μπαίνοντας και καταθέτοντας στεφάνι. Και αυτός δεν είναι άλλος από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και αυτό, κύριε Υπουργέ, αγαπητοί συνάδελφοι, δεν μπορεί να παραχαραχθεί, δεν μπορεί να διαγραφεί από τη μνήμη κανενός. Δεν μπορεί να αλλάξει.

Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, δεν μπορεί να αφήσει κανέναν από εμάς να περάσει απαρατήρητη μια συζήτηση η οποία έχει ενδείξεις μιας απολιτίκ επανασυγγραφής της Ιστορίας. Το λέω αυτό διότι δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ακούσαμε τον κύριο Μητσοτάκη να λέει για τη δολοφονία Λαμπράκη ότι “δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο ένας 17χρονος πρέπει να γνωρίζει τι συνέβη πριν από λίγα χρόνια”. Εμείς όμως οφείλουμε και να ξέρουμε, οφείλουμε και να θυμόμαστε.

Οφείλουμε και να βάζουμε στη δημόσια συζήτηση και στη δημόσια σφαίρα, μέσα και έξω από τη Βουλή, διαρκώς, ποια ήταν εκείνα τα αιτήματα τα οποία οδήγησαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να μπουν στο Πολυτεχνείο. Και το βασικό αίτημα ήταν η καταπολέμηση του φόβου, Κύριε Υπουργέ, αγαπητοί κύριοι της κυβέρνησης. Ήταν η αντίδραση σε ένα φόβο που επέβαλε ένα καθεστώς που έβαζε την Ελλάδα στο γύψο. Και αυτό, ξέρετε, είναι κάτι το οποίο σήμερα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Έχει πολύ μεγάλη σημασία, διότι δεν μπορεί να έχουμε ελευθερία έτσι ακριβώς όπως την ονειρευόμαστε και για την οποία αγωνιζόμαστε πολλοί από εμάς, όταν η συζήτηση για το ψωμί μπαίνει σε όρους επικοινωνιακούς και όχι μόνο, γιατί γνωρίζετε και εσείς πάρα πολύ καλά, όπως το γνωρίζουν και όλοι όσοι μετέχουν εδώ.

Τα στοιχεία τα οποία έχουμε στη διάθεση μας είναι ότι τα ζητήματα της παιδικής φτώχειας έχουν τεράστιες αυξητικές ροές στην πατρίδα μας. Έχουμε σημαντικά ζητήματα τα οποία αφορούν τη φτωχοποίηση ενός πολύ μεγάλου κομματιού της κοινωνίας μας και δεν μπορούμε να γυρνάμε την πλάτη όταν ξέρουμε ότι, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, λίγους μήνες, υπήρχαν εδώ πέρα μέσα άνθρωποι που ήταν αρνητές της ιστορίας και του Πολυτεχνείου, αλλά φυσικά και το τι αγώνες δόθηκαν τότε και τώρα στο σήμερα. Αυτό το “ψωμί-παιδεία-ελευθερία” έρχεται να μπει σε μία συζήτηση η οποία από τη δικιά σας κυβέρνηση παραβιάζει την κοινή λογική. Γιατί ακούμε μια κουβέντα η οποία αφορά για παράδειγμα την ασφάλεια στους δρόμους. Ακούμε μια συζήτηση η οποία αφορά την ασφάλεια και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στο διαδίκτυο, πράγμα το οποίο πραγματεύονται και σήμερα. Αλλά ταυτόχρονα ακούμε τον κύριο Βορίδη να έρχεται και να λέει ότι δεν είναι θέμα ασφάλειας. Είναι προς διερεύνηση το τι συνέβη με τη σύμβαση 717 και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η Νέα Δημοκρατία στο ζήτημα της πρότασης για την Προανακριτική Επιτροπή εκ των προτέρων λέει ότι δεν μπορούμε να το συζητήσουμε.

Δεν μπορεί να κάνει η Νέα Δημοκρατία μια κουβέντα η οποία έχει να κάνει με το ότι εν έτει 2023 δύο τρένα μπήκαν στην ίδια ράγα και συγκρούστηκαν και οδήγησαν στο θάνατο 57 ανθρώπων. Αφήνετε τη χώρα έρμαιο μιας ανεξέλεγκτης κατάστασης, γιατί στο τέλος της ημέρας, είτε αφορά τη Θεσσαλία, είτε αφορά τα Τέμπη, είτε αφορά άλλα κρίσιμα δεδομένα που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Δεν βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο η Βουλή κάτω από τη δικιά σας πλειοψηφία αφήνετε να λειτουργήσει και να φτάσουμε σε πραγματικά αποτελέσματα.

Και φυσικά όλο αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο βλέπουμε κορυφαία στην υπόθεση των υποκλοπών. Διότι πουθενά στο Σύνταγμα δεν υπάρχει ερμηνεία, γράμμα, σκέψη, γραμμή, οτιδήποτε, η οποία να λέει ότι είναι προνόμιο της κυβέρνησης να κρατά στα χέρια της κρατικά απόρρητα, τα οποία δεν μπορούν να έρχονται στη Βουλή όταν παραβιάζονται δικαιώματα πολιτικών αρχηγών, βουλευτών, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων.

Ποιος μπορεί να μπει σε μια συζήτηση σήμερα με όρους οι οποίοι αφορούν τη δημοκρατία μας, όταν αυτό το οποίο βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να εξελίσσεται από μεριά σας είναι όλες οι δυνατές και πιθανές τεχνικές συγκάλυψης μιας ιστορίας; Και φυσικά θέλω να πω, κύριε Υπουργέ, ότι πενήντα χρόνια μετά την επέτειο του Πολυτεχνείου, πρέπει όλοι να αναλογιζόμαστε τι θα σήμαινε η εφαρμογή τέτοιων νόμων αν γυρνούσαμε το χρόνο πίσω, τι θα σήμαινε για τα πρόσωπα ανθρώπων που έπαιξαν κομβικό ρόλο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τι θα σήμαινε για το πρόσωπο του Κώστα Λαλιώτη όταν έβγαινε να διαπραγματευτεί με τους στρατηγούς της χούντας, οι οποίοι ήθελαν να μπουν και να ρίξουν την πόρτα του Πολυτεχνείου; Τι θα σήμαινε για τη Μαρία Δαμανάκη και για το Δημήτρη Παπαχρήστο, οι οποίοι έκαναν τον παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό για να μεταφέρουν και να μεταδώσουν τα μηνύματα των φοιτητών;

Και φυσικά εδώ πρέπει να δούμε τι συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη και πόσο υποχωρεί η έννοια της ελευθερίας μπροστά στα ζητήματα της ασφάλειας. Και αν στην πραγματικότητα σήμερα αυτό το οποίο φέρνετε είναι ένα ακόμα βήμα προς έναν εκφοβισμό της κοινωνίας μας και στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη και έναν εκφοβισμό, έναν εκφοβισμό τον οποίο βλέπουμε να τρέχει πολύ γρήγορα και τον οποίο να οδηγεί τον κόσμο μας να υπαναχωρεί σε επίπεδο ελευθεριών, μπροστά σε ένα ζήτημα το οποίο έχει να κάνει με την ασφάλεια, αλλά ασφάλεια, η οποία παραβιάζει το Σύνταγμα και τους νόμους. Ασφάλεια η οποία δε σέβεται τον άνθρωπο και την προσωπικότητά του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Πριν από λίγες ημέρες έγινε γνωστό πως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πρόκειται να επιτρέψει τη χρήση των τεχνολογιών βιομετρικής ταυτοποίησης εξ αποστάσεως, σε πραγματικό χρόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Την ίδια ώρα σε πολλά αεροδρόμια της Ευρώπης διευρύνεται η τεχνολογία της βιομετρικής αναγνώρισης προσώπου. Όλα αυτά τα μέτρα βασίζονται στο φόβητρο της τρομοκρατίας και τη δικαιολογία της ασφάλειας.
Παράλληλα, ανακοινώθηκε πρόσφατα από τον Επίτροπο Εσωτερικής Αγοράς και Ψηφιακής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ για το πορτοφόλι ψηφιακής ταυτότητας.
Επιχείρημα και για αυτό, η ασφάλεια.
Επειδή καθώς φαίνεται τα πράγματα τρέχουν γοργά με καταλύτη την τεχνολογία, φέρουμε την ευθύνη να σταθμίζουμε κάθε φορά που υιοθετούμε ένα μέτρο που περιορίζει ατομικά δικαιώματα, την ύπαρξη ή μη πραγματικού κινδύνου και να αποφασίζουμε με όρους αναλογικότητας.
Δε μπορούμε να επιτρέψουμε η συγκέντρωση των προσωπικών δεδομένων των πολιτών να χρησιμοποιηθεί εν τέλει σε βάρος τους ως ένα εργαλείο μαζικής επιτήρησης και ελέγχου. Φυσικά και οφείλουμε να διασφαλίζουμε με κάθε πολιτική και νόμο τη δυναμική μετάβαση στην 5η βιομηχανική επανάσταση και τα εργαλεία της. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ο σκοπός κάθε μέτρου δεν πρέπει να παράγει κλίμα καχυποψίας και να στρέφεται κατά της ελευθερίας του ανθρώπου και της προστασίας της μοναδικότητας της προσωπικότητάς του.

 

Το βίντεο της ομιλίας